- μαστόδεντρο
- Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των σταγονοφόρων, ιθαγενές της τροπικής Αμερικής και της Ασίας. Η επιστημονική του ονομασία είναι Mammea. Πρόκειται για δέντρο, το ύψος του οποίου κυμαίνεται στα 10-20 μ. με γκριζοκάστανο φλοιό. Φέρει απλά, ακέραια, δερματώδη φύλλα, βαθυπράσινου χρώματος, μήκους 10-20 εκ. και πλάτους 5-10 εκ., με γυαλιστερή την άνω επιφάνεια και μικρό μίσχο. Τα άνθη είναι λευκά, εύοσμα, μονήρη ή σε δέσμες, χωρίς να σχηματίζουν ταξιανθίες. Ο καρπός είναι μονόσπερμη ράγα και μοιάζει με γυναικείο μαστό, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του δέντρου. Η χρησιμότητα του μ. είναι ευρεία και γι’ αυτό καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση στις θερμές και τροπικές περιοχές. Οι καρποί του είναι εδώδιμοι, ενώ από το στάγμα των ανθέων του παρασκευάζεται ένα ηδύποτο. Το σκληρό του ξύλο χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία και από το φλοιό του παράγεται ρητίνη, που έχει εφαρμογές στη φαρμακευτική. Είναι καλλωπιστικό δέντρο και καλλιεργείται επίσης στα πάρκα για το πυκνό και καταπράσινο φύλλωμά του. Πολλαπλασιάζεται με σπορά.
Dictionary of Greek. 2013.